του John Holloway
Ινστιτούτο Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών ΕπιστημώνΑυτόνομο Πανεπιστήμιο της Πουέμπλα, Μεξικό
Αναδημοσίευση από ratnet
Ι
Δεν είμαι ένας ντόπιος χωρικός. Πιθανότατα ούτε εσύ, αγαπητέ αναγνώστη, είσαι ένας ντόπιος χωρικός. Παρόλα αυτά αυτό το άρθρο αφορά μια εξέγερση ιθαγενών αγροτών.
Οι Ζαπατίστας της Τσιάπας είναι αγρότες. Οι περισσότεροι από εμάς που γράφουμε και διαβάζουμε αυτό το περιοδικό είμαστε «πρωτευουσιάνοι». Οι εμπειρίες μας απέχουν πολύ απ’ αυτές των Ζαπατίστας της Τσιάπας. Οι συνθήκες της ζωής μας είναι πολύ διαφορετικές από εκείνες των Ζαπατίστας της Τσιάπας και οι μορφές της πάλης μας, επίσης. Ωστόσο, o απόηχος της εξέγερσης των Ζαπατίστας στις πόλεις ήταν τεράστιος. Γιατί; Τι σημαίνει ο Ζαπατισμός για τις πόλεις;
Υπήρξαν δύο μορφές αντίδρασης στις πόλεις. Η πρώτη ήταν αντίδραση αλληλεγγύης: ο αγώνας των ιθαγενών της Τσιάπας είναι ένας δίκαιος αγώνας και θα του παρέχουμε όση υλική και πολιτική υποστήριξη μπορούμε. Ωστόσο, η αλληλεγγύη ορίζει τον αγώνα ως «αγώνα τους» και «αυτούς» ως ινδιάνους που ζουν στην Τσιάπας. Δεν υποτιμώ αυτή την αντίδραση αλλά δεν είναι αυτή που με ενδιαφέρει εδώ.
Η δεύτερη αντίδραση προχωράει πιο πέρα. Σ’ αυτή την περίπτωση, δεν πρόκειται για ζήτημα αλληλεγγύης στον αγώνα των άλλων αλλά για την κατανόηση ότι οι Ζαπατίστας και εμείς παίρνουμε μέρος στον ίδιο αγώνα. Οι Ζαπατίστας της Τσιάπας δεν μας παρέχουν ένα μοντέλο το οποίο μπορούμε να εφαρμόσουμε στον δικό μας αγώνα, αλλά βλέπουμε τις μορφές πάλης τους ως έμπνευση για την ανάπτυξη των δικών μας αντίστοιχων τρόπων. Μ’ αυτή την έννοια μπορούμε να μιλήσουμε για την εξάπλωση του Ζαπατισμού στις πόλεις, την ανάπτυξη ενός αστικού Ζαπατισμού για τον οποίο ο EZLN δεν αποτελεί πρότυπο αλλά σταθερό σημείο αναφοράς.
Δεν υπάρχει γραμμική εξέλιξη εδώ. Δεν μιλάμε για την εξάπλωση μιας οργάνωσης (παρόλο που η εξάπλωση του Μετώπου των Ζαπατίστας μέσα στο Μεξικό αποτελεί μέρος της διαδικασίας). Ούτε είναι στ’ αλήθεια ζήτημα εξάπλωσης της επιρροής από την Τσιάπας. Ούτε οι αποφάσεις του EZLN επηρεάζουν τους αγώνες στη Ρώμη ή στο Μπουένος Άιρες. Είναι περισσότερο ζήτημα συνήχησης και έμπνευσης. Η εξέγερση των Ζαπατίστας είχε μια τεράστια απήχηση στις πόλεις όλου του κόσμου επειδή τα θέματα που ο EZLN θέτει και ο προσανατολισμός που προτείνει συμβαδίζει με τους προβληματισμούς και τις κατευθύνσεις των ανθρώπων στις πόλεις. Υπήρξαν μια σταθερή πηγή έμπνευσης επειδή διαμόρφωσαν με συγκεκριμένη σαφήνεια (όχι μόνο στα μηνύματά τους αλλά και στις πράξεις τους) κατευθύνσεις και θέματα που ήδη ήταν παρόντα στους αστικούς αγώνες.
Ο στόχος της συζήτησης για τον αστικό Ζαπατισμό είναι διττός. Από τη μια πλευρά είναι ένας τρόπος να εστιάζουμε περισσότερο στη διαδικασία. Τι είναι αυτή η συνήχηση; Είναι μια φανταστική ή πραγματική συνήχηση; Ποιες είναι οι διαφορές του Ζαπατισμού στις πόλεις και του Ζαπατισμού στις αγροτικές περιοχές; Ποια είναι τα πρακτικά προβλήματα για την ανάπτυξη τέτοιων πολιτικών στις πόλεις;
Κατά δεύτερον, η συζήτηση για τον αστικό Ζαπατισμό είναι ένας τρόπος να μιλήσει κανείς για τον Ζαπατισμό σαν πρόκληση. Οι Ζαπατίστας δεν ζητούν την συμπάθεια και την αλληλεγγύη μας. Ο εορτασμός των δέκα ή των είκοσι χρόνων του ΕΖLΝ δεν θα έπρεπε να είναι μια γιορτή γι’ αυτούς αλλά μια πρόκληση για εμάς. Μας ζητούν να συμμετέχουμε στον αγώνα για έναν κόσμο αξιοπρέπειας. Πώς θα το κάνουμε αυτό, εμείς που ζούμε στις πόλεις, εμείς που γράφουμε και διαβάζουμε αυτό το περιοδικό;
ΙΙ
Η εξέγερση των Ζαπατίστας υπήρξε ένα θεμελιακό σημείο αναφοράς για τους αστικούς αγώνες των τελευταίων δέκα χρόνων. Παρόλα αυτά υπάρχουν εμφανείς διαφορές στις συνθήκες και τις μορφές του αγώνα. Εμείς που ζούμε στις πόλεις και κοιτάζουμε τους Ζαπατίστας δεν είμαστε οργανωμένοι σε ένοπλο στρατό. Δεν ζούμε μέσα στις υποστηρικτικές κοινοτικές δομές που υπάρχουν στην Τσιάπας. Δεν έχουμε γη στην οποία μπορούμε να καλλιεργήσουμε βασικά είδη διατροφής απαραίτητα για την επιβίωσή μας και δεν είμαστε, στο σύνολο μας, συνηθισμένοι στα επίπεδα της απόλυτης φτώχειας που αποτελούν καθημερινή εμπειρία για τους Ζαπατίστας της Τσιάπας.
Υπάρχουν πλευρές της εξέγερσης των Ζαπατίστας που δεν είχαν καμία απήχηση στις πόλεις. Εμείς οι αστικοί Ζαπατίστας, γενικά, δεν θέλουμε να οργανωθούμε σε ένοπλο στρατό και συχνά απορρίπτουμε τον μιλιταρισμό ως μορφή οργάνωσης και πλαίσιο πάλης. Στις πρόσφατες συζητήσεις στην Ιταλία οι Ζαπατίστας αναφέρθηκαν ακόμα και ως παράδειγμα στα επιχειρήματα για την πλήρη απόρριψη της βίας. Η άλλη έποψη του Ζαπατισμού της Τσιάπας που βρήκε ελάχιστη απήχηση στις πόλεις είναι η χρήση των εθνικών συμβόλων, της εθνικής σημαίας, το παίξιμο του εθνικού ύμνου. Το αστικό Ζαπατιστικό κίνημα δεν είναι εθνικιστικό και σε πολλές περιπτώσεις είναι βαθιά αντι-εθνικιστικό. Δεν είναι τόσο ένα διεθνιστικό κίνημα όσο ένα παγκόσμιο κίνημα, ένα κίνημα πάλης για το οποίο σημείο αναφοράς αποτελεί ο παγκόσμιος καπιταλισμός και όχι το έθνος-κράτος.
Ποιες λοιπόν ήταν οι πλευρές της εξέγερσης των Ζαπατίστας που βρήκαν απήχηση στις πόλεις του κόσμου; Η πιο εμφανής ήταν το καθαρό γεγονός της επανάστασης, το γεγονός ότι οι Ζαπατίστας εξεγέρθηκαν όταν ο καιρός της επανάστασης φαινόταν να έχει περάσει, το “Ya Basta!” τους σε έναν κόσμο που είναι τόσο εμφανώς αισχρός.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι επίσης ότι αυτό το “Ya Basta!” στρέφεται ενάντια σε μια Αριστερά που είναι ξεπερασμένη, δύσκαμπτη και αλλοτριωμένη. Είναι η απόρριψη της επαναστατικής πρωτοπορίας και του κρατικιστικού ρεφορμισμού, η απόρριψη του κόμματος ως μορφή οργάνωσης και επιδίωξης της εξουσίας ως σκοπού.
Η απόρριψη των παλιών μορφών των αριστερών πολιτικών μας αφήνουν με ένα τεράστιο ερωτηματικό, που από μόνο του είναι σημαντικό. Η φράση των Ζαπατίστας «προχωράμε ακούγοντας» απαιτεί μια συγκεκριμένη συνήχηση, επειδή σημαίνει πως έχουμε συνείδηση ότι δεν γνωρίζουμε τον δρόμο μπροστά μας. Ο κόσμος γύρω μας μάς κάνει να ουρλιάζουμε, αλλά πού θα πάμε με την κραυγή μας, τι θα κάνουμε με την κραυγή μας; Η πολιτική της εξέγερσης είναι μια πολιτική αναζήτησης – όχι της σωστής γραμμής, αλλά κάποιου τρόπου να προχωρήσουμε μπροστά, κάποιου τρόπου να κάνουμε την κραυγή μας αποτελεσματική. Δεν υπάρχει το κόμμα για να μας δείξει ποιο δρόμο πρέπει να πάρουμε, έτσι πρέπει να τον βρούμε μόνοι μας.
Η πολιτική της ερώτησης οδηγεί σε συγκεκριμένες μορφές οργάνωσης. Οι οργανωτικές μορφές των Ζαπατίστας της Τσιάπας χαρακτηρίζονται από μια ένταση, όπως οι ίδιοι τονίζουν. Αυτή είναι η ένταση που συγκεντρώνεται στην αρχή του «κυβερνώ υπακούοντας». Από την μια πλευρά έχουν οργανωθεί σε στρατό, με όλα όσα αυτό σημαίνει και με όρους κάθετης ιεραρχίας. Από την άλλη πλευρά, ο στρατός υπόκειται στον έλεγχο των συμβουλίων των χωριών, όπου η συζήτηση και η συναίνεση είναι οι βασικές αρχές.
Η απόρριψη του κόμματος ως μορφή οργάνωσης σήμανε (αναπόφευκτα, ίσως) την αναγέννηση του συμβουλισμού (councilism), την αναγέννηση του συμβουλίου ή της συνέλευσης. Το συμβούλιο είναι ο παραδοσιακός τρόπος της έκφρασης εξέγερσης και εμφανίζεται ξανά και ξανά στις εξεγέρσεις, από την Παρισινή Κομμούνα μέχρι τα Συμβούλια Γειτονιάς της πρόσφατης εξέγερσης στην Αργεντινή. Είναι ένας εκφραστικός τρόπος οργάνωσης, που ψάχνει να αρθρώσει τον θυμό και τις ανησυχίες όσων συμμετέχουν. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη μορφή του κόμματος, που δεν είναι εκφραστική αλλά θεσμική, σχεδιασμένη να πραγματώσει το στόχο της κατάκτησης της κρατικής εξουσίας. Ως εκφραστική μορφή, το συμβούλιο τείνει να έχει οριζόντιες δομές, να ενθαρρύνει την ελεύθερη συμμετοχή όλων και να στοχεύει στην επίτευξη της συναίνεσης όσον αφορά τις αποφάσεις. Υπ’ αυτό το πρίσμα, το συμβούλιο δεν είναι τόσο μια τυπική δομή όσο ένας οργανωτικός προσανατολισμός. Αυτός ο οργανωτικός προσανατολισμός –έμφαση στην οριζοντιότητα, ενθάρρυνση της έκφρασης των αναζητήσεων των ανθρώπων, είτε είναι «επαναστατικές» ή «πολιτικές» είτε όχι– έχει γίνει βασικό χαρακτηριστικό του πρόσφατου κύματος της αστικής πάλης: όχι μόνο από τα Συμβούλια Γειτονιάς στην Αργεντινή, αλλά και από κάποιες ομάδες piquetero, από τις Μητέρες της Plaza de Mayo, από τα Κοινωνικά Κέντρα της Ρώμης, του Μιλάνου και του Τορίνου, γενικά από το κίνημα «για έναν άλλον κόσμο».
Ο Συμβουλισμός σχετίζεται με το ζήτημα της κοινότητας. Στις περιοχές των Ζαπατίστας στην Τσιάπας η κοινότητα υφίσταται, όχι σαν εξιδανικευμένο ειδύλλιο, αλλά απλώς επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι του χωριού γνωρίζονται μεταξύ τους μια ζωή και επειδή έχουν καθιερώσει πρακτικές να δουλεύουν και να αποφασίζουν από κοινού. Στις πόλεις, συχνά υπάρχει ελάχιστη αίσθηση της κοινότητας. Οι άνθρωποι που δουλεύουν μαζί δεν ζουν απαραίτητα κοντά, και οι άνθρωποι που ζουν κοντά συνήθως δεν έχουν καμιά επαφή μεταξύ τους. Η κραυγή διαμαρτυρίας που αισθανόμαστε συνήθως βιώνεται σαν μια απομονωμένη και απελπισμένη κραυγή, μια κραυγή που στην καλύτερη περίπτωση μοιραζόμαστε με μια χούφτα φίλων. Η (αν)οικοδόμηση των κοινοτικών δεσμών έχει, επομένως, καταστεί, κεντρικό σημείο ενδιαφέροντος του κινήματος στις πόλεις. Η δημιουργία κοινωνικών κέντρων ή εναλλακτικών cafι, ο συγχρωτισμός ανθρώπων σε ανεπίσημα και εναλλακτικά κινήματα δημιουργεί νέα πρότυπα ανάπτυξης συμβουλιστικών μορφών οργάνωσης.
Ίσως η βασική πρόκληση του αστικού Ζαπατισμού είναι η πρόκληση της αυτονομίας. Η Αυτονομία είναι απλώς η άλλη πλευρά του να πούμε ότι θέλουμε να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία. Η απόρριψη της επιδίωξης της κρατικής εξουσίας σημαίνει την απόρριψη του κόμματος ως μορφή οργάνωσης (θεωρώντας το κόμμα ως μια κρατικά-προσανατολισμένη μορφή οργάνωσης). Αλλά σημαίνει ακόμη περισσότερα από αυτό. Σημαίνει επίσης αλλαγή στον τρόπο κατανόησης της κοινωνικής σύγκρουσης ή της ταξικής πάλης. Η παραδοσιακή αντίληψη βλέπει την ταξική πάλη σαν πάλη για την εξουσία, μια πάλη για την εξουσία που απαραίτητα καθορίζει τα θέματα, τον ρυθμό και τις μορφές της πάλης. Η σύγκρουση είναι τότε ο άξονας της κοινωνικής πάλης. Αν, ωστόσο, πούμε ότι δεν θέλουμε να καταλάβουμε την εξουσία, τότε η όλη ιδέα της πάλης μετατοπίζεται. Αυτό που είναι πλέον κεντρικό δεν είναι η σύγκρουση με την άλλη πλευρά (κεφάλαιο) αλλά η οικοδόμηση του δικού μας κόσμου. Προσπαθούμε να εστιάσουμε στη δική μας πράξη, να σπρώξουμε τη σύγκρουση προς την άλλη πλευρά. Κι αυτό αποτελεί ταξική πάλη, κι αυτό αποτελεί σύγκρουση με το κεφάλαιο (αναπόφευκτα, αφού το κεφάλαιο είναι η επιβολή ενός αλλότριου ελέγχου πάνω στην δική μας δραστηριότητα). Αλλά αναλαμβάνουμε εμείς την πρωτοβουλία, στο μέτρο που είναι δυνατόν, καθορίζουμε εμείς τα ζητήματα που μας απασχολούν. Κάνουμε το κεφάλαιο να ακολουθεί τη δική μας ημερήσια διάταξη, κι έτσι γίνεται φανερό πως η επιθετικότητα προέρχεται από αυτούς, όχι από εμάς. Δεν μπορούμε να είμαστε αυτόνομοι σε μια καπιταλιστική κοινωνία, αλλά μπορούμε να σπρώξουμε τα όρια της αυτονομίας μας όσο γίνεται πιο μακριά. Το κεφάλαιο είναι η άρνηση της αυτονομίας, η αέναα επαναλαμβανόμενη άρνηση του αυτό-προσδιορισμού μας. (Ως μέρος αυτού, το κράτος είναι η αέναα επαναλαμβανόμενη άρνηση του συμβουλίου). Αν θεωρήσουμε τη σύγκρουση ως άξονα της πάλης, τότε θεωρούμε δεδομένη και συνεπώς συμμετέχουμε σ’ αυτήν την άρνηση. Με το να κάνουμε τη δική μας δημιουργικότητα (τη δική μας δύναμη-να-πράττουμε) κέντρο του κινήματος, το κεφάλαιο αποκαλύπτεται ως παράσιτο, εξαναγκάζεται να τρέχει συνέχεια πίσω μας. Αυτό πήρε μορφή στις Caracoles, τους χώρους των Επιτροπών Καλής Διακυβέρνησης των Ζαπατίστας, όπου περιφρονούν το κράτος, γυρίζουν την πλάτη στο κράτος, χωρίς να απαιτούν τίποτε από αυτό, χωρίς να αντιπαρατίθενται ανοιχτά με αυτό, απλώς κάνοντας το δικό τους.
Αλλά το να κάνουμε το δικό μας, το να αναπτύξουμε τη δική μας δημιουργικότητα δεν είναι το ίδιο στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Δεν κατέχουμε γη στην οποία μπορούμε να καλλιεργήσουμε ακόμη και τα πιο βασικά προϊόντα διατροφής. Ίσως είναι δυνατό να καταλάβουμε γη για τέτοιους σκοπούς (όπως κάποιες ομάδες piquetero στην Αργεντινή έχουν αρχίσει να κάνουν) αλλά για τις περισσότερες ομάδες πόλης αυτό δεν αποτελεί πιθανή εναλλακτική. Προκειμένου να αναπτύξουμε την αυτονομία μας εξαναγκαζόμαστε σε αντιφατικές καταστάσεις, στις οποίες είναι πολύ καλύτερο να αναγνωρίζουμε τις αντιφάσεις παρά να τις ψευτομπαλώνουμε, όπως ακριβώς οι Ζαπατίστας της Τσιάπας είχαν την αρετή να αναγνωρίζουν από την αρχή την αντίφαση της στρατιωτικής οργάνωσης σε ένα κίνημα για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Οι αυτόνομες ομάδες πόλης επιβιώνουν στη βάση είτε κρατικών επιδομάτων (που μερικές φορές επιδιώκονται από τους ίδιους, όπως στην περίπτωση των piqueteros που χρησιμοποιούν τα οδοφράγματα ως μέσο πίεσης προς την κυβέρνηση για παροχή οικονομικής ενίσχυσης στους ανέργους) είτε ενός μικτού καθεστώτος πόρων που προέρχονται από περιστασιακά ή τακτικά εργαζόμενους και κρατικά επιδόματα. Επομένως, πολλές ομάδες πόλεις αποτελούνται από ένα μείγμα ανθρώπων που έχουν τακτική απασχόληση, ανθρώπων που από επιλογή ή από ανάγκη έχουν μερική ή περιστασιακή απασχόληση και ανθρώπων που (πάλι από επιλογή ή ανάγκη) είναι άνεργοι και εξαρτώνται συχνά από κρατικά επιδόματα ή κάποιου είδους οικονομική δραστηριότητα για να επιβιώσουν. Αυτές οι διαφορετικές μορφές εξάρτησης από δυνάμεις που δεν ελέγχουμε (από το κεφάλαιο) δημιουργούν προβλήματα και περιορισμούς που πρέπει να αναγνωρίζονται. Την ίδια στιγμή, η σημασία αυτών των περιορισμών εξαρτάται από τη συλλογική δύναμη αυτών των ομάδων: οι piqueteros, για παράδειγμα, επέβαλαν την οικονομική ενίσχυση από τα κρατικά επιδόματα με οδοφράγματα και την διαχειρίζονται οι ίδιοι.
Όλες αυτές οι διαφορετικές μορφές εξάρτησης από το κεφάλαιο επιβάλλονται από την ιδιοκτησία, επειδή όλος ο πλούτος που παράγεται από τον άνθρωπο έχει παγιωθεί στη μορφή της ιδιοκτησίας που μας εναντιώνεται και μας αποκλείει. Το όριο του αυτόνομου αυτο-προσδιορισμού μας εμφανίζεται με τη μορφή της ιδιοκτησίας, πίσω από την οποία στέκονται οι δυνάμεις του νόμου και της τάξης που προστατεύουν την ιδιοκτησία. Φαίνεται, λοιπόν, ότι εξαναγκαζόμαστε πάλι στη λογική της σύγκρουσης στην οποία χάνουμε την πρωτοβουλία ή στην οποία είμαστε αναγκασμένοι να εστιάσουμε στην κατάληψη της εξουσίας ώστε να ελέγξουμε την αστυνομία και να αλλάξουμε τους νόμους περί της ιδιοκτησίας. Αν αποκλείσουμε αυτή την πορεία (επειδή απλώς ο έλεγχος του κράτους τείνει να γίνει έλεγχος από το κράτος) πώς μπορούμε να προχωρήσουμε; Πιθανώς, με την απο-φετιχοποίηση της ιδιοκτησίας, με το να θεωρήσουμε ότι η ιδιοκτησία δεν κάτι παγιωμένο αλλά μια συνεχή διαδικασία ιδιοποίησης, ένα ρήμα και όχι ένα ουσιαστικό. Σ’ αυτή την περίπτωση, το πρόβλημα δεν είναι να εννοιολογήσουμε τη δική μας δράση με όρους πρόκλησης απέναντι στην ιδιοκτησία, αλλά να εστιάσουμε στην δική μας κατασκευή ενός εναλλακτικού κόσμου και να σκεφτούμε πώς θα αποφύγουμε την καπιταλιστική ιδιοποίηση των προϊόντων του δικού μας πράττειν.
Τα προβλήματα που εμφανίζονται, όλα υποδεικνύουν τον κίνδυνο σύγχυσης ανάμεσα στην έμφαση στην αυτονομία και στην αντίληψη της μικροπολιτικής. Η έννοια της αυτονομίας, όπως κατανοείται εδώ, υποδεικνύει την κεντρικότητα του δικού μας πράττειν και την ανάπτυξη της δικής μας δύναμης-να-πράττουμε: αν δούμε τον κόσμο από αυτήν την προοπτική, τότε είναι ξεκάθαρο ότι το κεφάλαιο είναι ένα παράσιτο και ότι οι λεγόμενοι «ηγέτες» τρέχουν πίσω μας συνεχώς προσπαθώντας να ιδιοποιηθούν τα αποτελέσματα του δημιουργικού μας πράττειν. Το πρόβλημα της επανάστασης είναι να αποτινάξει αυτά τα παράσιτα, να τα αποτρέψει από την ιδιοποίηση της δημιουργικότητάς μας και των αποτελεσμάτων της, να τα καταστήσει άπραγα. Αυτή η πάλη δεν απαιτεί κάποια κεντρική οργάνωση (και οπωσδήποτε κανενός είδους προσανατολισμό προς το κράτος) αλλά η δύναμή της εξαρτάται από τον μαζικό χαρακτήρα. Αυτό που μπορεί να πετύχει μια ομάδα εξαρτάται ξεκάθαρα από την δύναμη συνολικά ενός κινήματος που πιέζει προς την ίδια ή παρόμοια κατεύθυνση. Η δύναμη αυτών των αποσπασματικών ομάδων εξαρτάται από τη δύναμη του κινήματος, όπως η δύναμη του κινήματος εξαρτάται από τη δύναμη των ομάδων που το αποτελούν.
III
Όταν σκεφτόμαστε την επανάσταση, ερχόμαστε αντιμέτωποι με το έργο της διάλυσης της Πραγματικότητας. Ο μετασχηματισμός του κόσμου σημαίνει τη μετακίνηση από έναν κόσμο που κυβερνιέται από την αντικειμενική πραγματικότητα σε έναν κόσμο στον οποίο η υποκειμενική δημιουργικότητα είναι το κέντρο, στον οποίο η ανθρωπότητα αποτελεί «τον πραγματικό της ήλιο». Ο αγώνας για έναν τέτοιο κόσμο σημαίνει μια συνεχή διαδικασία κριτικής, μια διαδικασία υπονόμευσης της αντικειμενικότητας της πραγματικότητας και φανέρωσης πως η ύπαρξή της εξαρτάται αποκλειστικά από την υποκειμενική δημιουργία. Ο αγώνας μας είναι ένας αγώνας ενάντια στον κόσμο-που-είναι, ενάντια στους κανόνες της λογικής του που μας λένε πως δεν-υπάρχει-εναλλακτική, ενάντια στη γλώσσα του πεζού λόγου που κλείνει τους ορίζοντές μας.
Η ποίηση της εξέγερσης των Ζαπατίστας (των λόγων και των έργων τους) δεν είναι στοιχείο περιφερειακό του κινήματός τους ούτε εξωτερική διακόσμηση ενός στη βάση του σοβαρού κινήματος, αλλά στοιχείο κεντρικό σ’ ολόκληρο τον αγώνα τους. Το γεγονός ότι οι Ζαπατίστας της Τσιάπας (και σε κάποιο βαθμό και άλλα Λατινοαμερικάνικα κινήματα ιθαγενών) έχουν τέτοια απήχηση στους αστικούς αγώνες σε όλο τον κόσμο έχει μεγάλη σχέση με τη γλώσσα που χρησιμοποιούν. Δεν είναι απλώς θέμα ωραίων λέξεων ή των αναμφίβολων λογοτεχνικών δεξιοτήτων του Marcos. Πάνω απ’ όλα είναι το γεγονός ότι προσφέρουν έναν άλλο τρόπο θέασης του κόσμου, ένα όραμα που σπάει την κυρίαρχη λογική του δεν-υπάρχει-εναλλακτική. Η ποίηση (και άλλες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης) προορίζονται να παίξουν έναν κεντρικό ρόλο στην αντικαπιταλιστική πάλη: ποίηση όχι ως όμορφες λέξεις αλλά ως πάλη ενάντια στην πεζογραφική λογική του κόσμου, ποίηση ως το κάλεσμα ενός κόσμου που ακόμη δεν υπάρχει.
Είναι αυτός ένας επικίνδυνος ρομαντισμός; Οδηγούν οι Ζαπατίστας ασυναίσθητα την επαναστατική νεολαία του κόσμου σε μορφές δράσης που είναι επικίνδυνα ανεδαφικές; Πρόσφατα, με την ευκαιρία του 10/20 εορτασμού τους, οι Ζαπατίστας υπογράμμισαν την κεντρική σημασία της οργάνωσης στον αγώνα τους: είναι αυτός ένας τρόπος να αντιστρέψουμε την εντύπωση ότι ο αγώνας τους είναι απλώς ποίηση, απλώς η δύναμη του κόσμου;
Ίσως υπάρχει ένα στοιχείο ρομαντισμού στην απήχηση του αγώνα των Ζαπατίστας. Μερικές φορές, για τους υποστηρικτές των Ζαπατίστας που επισκέπτονται τις ζαπατιστικές κοινότητες στην Τσιάπας υπάρχει αδιαμφισβήτητα μια σύγκρουση ανάμεσα στις προσδοκίες τους και την πραγματικότητα της εμπειρίας τους. Ωστόσο, δεν είναι αυτό το θέμα. Αυτοί που εμπλέκονται ενεργά στον αγώνα, είτε στις πόλεις είτε στην ύπαιθρο, έχουν επίγνωση των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν και της σημασίας της οργάνωσης. Η ποίηση των Ζαπατίστας δεν απομακρύνει τους ανθρώπους από το ζήτημα της οργάνωσης. Αυτό που κάνει μάλλον είναι να ανοίξει τις προοπτικές σε έναν κόσμο που φαίνεται τόσο τρομερά κλειστός. Ακόμη περισσότερο, προτείνει μορφές δράσης που σπάνε τη λογική του κεφαλαίου και καθιστούν δυσκολότερη για το κεφάλαιο την ενσωμάτωση στη σύσταση της κυριαρχίας.
Η κατηγορία κατά του ρομαντισμού στην πραγματικότητα σχετίζεται με το ζήτημα της εξουσίας. Ο «ρεαλισμός» ταυτίζεται με μια προοπτική που επικεντρώνει στην εξουσία και βλέπει την οργάνωση και τη δράση ως εργαλεία για την επίτευξη συγκεκριμένων αλλαγών (είτε μικρότερων είτε ριζικών κοινωνικών αλλαγών). Αλλά αυτή η προοπτική του πραγματισμού αποτυγχάνει να δει ότι η εργαλειακή προσέγγιση οδηγεί στην υιοθέτηση μορφών δράσης και οργάνωσης που εξουδετερώνουν και ακινητοποιούν το κίνημα για αλλαγή. Είναι ακριβώς επειδή ο εργαλειακός ρεαλισμός έχει αποτύχει να κατορθώσει το στόχο της ριζικής κοινωνικής αλλαγής που οι άνθρωποι παντού έχουν στραφεί μακριά από αυτή την προσέγγιση, σε μορφές δράσης που είναι περισσότερο εκφραστικές παρά εργαλειακές. Μέρος αυτού αποτελεί και το γεγονός ότι έχουν στραφεί μακριά από το στόχο της κατάληψης της κρατικής εξουσίας και μακριά από το κόμμα ως οργανωτική μορφή. Η ποίηση του κινήματος είναι μέρος της ίδιας διαδικασίας. Θα αποδειχθεί άραγε πιο ρεαλιστικός αυτός ο ποιητικός ρομαντισμός απ’ ότι ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός που προηγήθηκε; Δεν το γνωρίζουμε. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι ο ρεαλισμός της πολιτικής εξουσίας απέτυχε να κατορθώσει την ριζική κοινωνική αλλαγή και ότι η ελπίδα βρίσκεται στη διάρρηξη της πραγματικότητας, στη δημιουργία της δικής μας πραγματικότητας, της δικής μας λογικής, της δικής μας γλώσσας, των δικών μας χρωμάτων, της δικής μας μουσικής, του δικού μας χρόνου, του δικού μας χώρου. Αυτός είναι ο πυρήνας του αγώνα όχι μόνο εναντίον «τους» αλλά εναντίον του εαυτού μας, αυτός είναι ο πυρήνας της συνήχησης των Ζαπατίστας.
Αναφορές
Aubenas, Florence and Benasayag, Miguel. 2002. Résister, c’est créer. Paris: La Décoverte.
Colectivo Situaciones/ MTD Solano. 2002. La Hipótesis 891: Más Allá de los Piquetes. Buenos Aires: Ediciones de Mano en Mano.
Holloway, John. 1998. “Dignity’s Revolt.” στο Holloway and Peláez (1998),σσ. 159-198.
Holloway, John. 2002. Change the World without taking Power (London: Pluto)[Ελλ. έκδ.: Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία, μτφ. Άννα Χόλογουεη, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2008)
Holloway, John and Peláez, Eloína (επιμ). 1998. Zapatista! Reinventing Revolution in Mexico. London: Pluto.
Marx, Karl. 1975. “Introduction to the Contribution to the Critique of Hegel’s Philosophy of Law,” στο Marx Engels Collected Works, Vol. 3(London: Lawrence and Wishart), pp. 175-187
Ouviña, Hernán. 2003. “Las Asambleas barriales: apuntes a modo de hipótesis de trabajo” Bajo el Volcαn (Puebla), σσ. 59-72
Zibechi Raúl. 2003. La Genealogia de la Revuelta. Argentina: La sociedad en movimiento. La Plata: Letra Libre.
Δημοσιεύτηκε στο: John Holloway (2005) ,“Zapatismo Urbano”, Humboldt Journal of Social Relations, 29:1, 168-178.
Η μετάφραση είναι αναδημοσίευση απο το:
futura-blog.blogspot.com/
Είναι διαθέσιμο στο ίντερνετ: http://accionzapatista.net/documents/hjsr/HollowayZapatismoUrbano.pdf
πηγή: http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=1217508